- κάτοχος
- ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, -ον) [κατέχω]νεοελλ.αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας»)νεοελλ.-μσν.αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής περιουσίας» β. «γίνεται τῶν διαβάσεων κάτοχος», Θεοφύλ.Σ.)αρχ.1. αυτός που κρατά κάποιον κάτω («κάτοχος γῆ»)2. αυτός που κρατά στερεά, που συνέχει («κατέβην εἰς γῆν ἧς οἱ μοχλοί αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι», ΠΔ)3. αυτός που έχει γερό μνημονικό4. ασφαλής («κτῆσις κάτοχος καὶ βέβαιος», Διον.Αλ.)5. αυτός που δίνει θεϊκή έμπνευση6. (για θεούς) αυτός τον οποίο επικαλείται κάποιος για να εξουδετερώσει μάγια7. αυτός που κρατιέται κάτω ή ισχυρά («τἄμπαλιν δὲ τῶνδε γαίᾳ κάτοχ' ἀμαυροῡσθαι σκότῳ», Αισχύλ.)8. αυτός που διατελεί υπό το κράτος κάποιου, υποκείμενος, κυριευμένος, υποταγμένος (α. «οὐ μὴ 'ξεγερεῑς τὸν ὕπνῳ κάτοχον», Σοφ.β. «εὔκοπον Ἄρει κάτοχον γένος», Ευρ.)9. (για νόσο) καταληπτικός10. αυτός που πάσχει από καταληψία11. το αρσ. ως ουσ. ὁ κάτοχοςα) ο λίθος που τίθεται πάνω σε μνημείοβ) η λαβή, το χερούλιγ) η άγκυραδ) ο επίδεσμοςε) μαγεία, ξόρκι, επωδήστ) στον πληθ. οἱ κάτοχοιοι προεξοχές τού δεύτερου τραχηλικού σπονδύλου.επίρρ...κατόχως (Α)1. με μνημονικό τρόπο2. με ανεξίτηλα χρώματα3. σε κατάσταση δυνατής θεϊκής έμπνευσης («ἅτε ἐκ θεοῡ κατόχως ἐνθουσιῶντα», Αιλ.)4. με συνοδεία καταληψίας.
Dictionary of Greek. 2013.